- ἐκπαρθενεύω
- ἐκ-παρθενεύω, entjungfern
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
εκπαρθενεύω — και ξεπαρθενεύω (AM ἐκπαρθενεύω) 1. αφαιρώ την παρθενιά, διακορεύω 2. (για φαγητά ή ποτά κλειστά ή συσκευασμένα σε κουτιά κ.λπ.) ανοίγω και δοκιμάζω πρώτος 3. οδηγώ νέο ή νέα να εγκαταλείψει την παιδική αθωότητα και να αποκτήσει σεξουαλικές… … Dictionary of Greek
αναπατώ — (I) ( έω) (Α ἀναπατῶ) [πατῶ] νεοελλ. κάνω μικρούς βηματισμούς ανήσυχος αρχ. 1. στρέφομαι, κινούμαι προς τα πίσω 2. (για άλογα) κάνω πίσω, διστάζω, κολώνω. (II) ( έω) [απατώ] διαφθείρω παρθένα, εκπαρθενεύω … Dictionary of Greek
ατιμάζω — (AM ἀτιμάζω) [άτιμος] 1. προσβάλλω κάποιον με λόγια ή έργα 2. κατηγορώ, βρίζω νεοελλ. 1. βιάζω ή εκπαρθενεύω 2. βλαστημώ, καταριέμαι αρχ. 1. συμπεριφέρομαι περιφρονητικά προς κάποιον 2. δεν θεωρώ κάποιον άξιο να κάνει ή να πετύχει κάτι 3. αφαιρώ… … Dictionary of Greek
ἐκπαρθενεύσασα — ἐκπαρθενεύσᾱσα , ἐκπαρθενεύω deflower aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)